Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Λατρεία μου


Love

All thoughts, all passions, all delights,
Whatever stirs this mortal frame,
Are all but ministers of Love,
And feed his sacred flame.

Oft in my waking dreams do I
Live o'er again that happy hour,
When midway on the mount I lay
Beside the ruined tower.

The moonshine stealing o'er the scene
Had blended with the lights of eve;
And she was there, my hope, my joy,
My own dear Genevieve!

She leant against the armed man,
The statue of the armed knight;
She stood and listened to my lay,
Amid the lingering light.

Few sorrows hath she of her own,
My hope! my joy! my Genevieve!
She loves me best, whene'er I sing
The songs that make her grieve.

I played a soft and doleful air,
I sang an old and moving story -
An old rude song, that suited well
That ruin wild and hoary.

She listened with a flitting blush,
With downcast eyes and modest grace;
For well she knew I could not choose
But gaze upon her face.

I told her of the Knight that wore
Upon his shield a burning brand;
And that for ten long years he wooed
The Lady of the Land.

I told her how he pined: and ah!
The deep, the low, the pleading tone
With which I sang another's love
Interpreted my own.

She listened with a flitting blush,
With downcast eyes and modest grace;
And she forgave me, that I gazed
Too fondly on her face!

But when I told the cruel scorn
That crazed that bold and lovely Knight,
And that he crossed the mountain-woods,
Nor rested day nor night;

That sometimes from the savage den,
And sometimes from the darksome shade,
And sometimes starting up at once
In green and sunny glade, -

There came and looked him in the face
An angel beautiful and bright;
And that he knew it was a Fiend,
This miserable Knight!

And that, unknowing what he did,
He leaped amid a murderous band,
And saved from outrage worse than death
The Lady of the Land;

And how she wept, and clasped his knees;
And how she tended him in vain;
And ever strove to expiate
The scorn that crazed his brain; -

And that she nursed him in a cave;
And how his madness went away,
When on the yellow forest-leaves
A dying man he lay; -

His dying words -but when I reached
That tenderest strain of all the ditty,
My faltering voice and pausing harp
Disturbed her soul with pity!

All impulses of soul and sense
Had thrilled my guileless Genevieve;
The music and the doleful tale,
The rich and balmy eve;

And hopes, and fears that kindle hope,
An undistinguishable throng,
And gentle wishes long subdued,
Subdued and cherished long!

She wept with pity and delight,
She blushed with love, and virgin shame;
And like the murmur of a dream,
I heard her breathe my name.

Her bosom heaved -she stepped aside,
As conscious of my look she stepped -
Then suddenly, with timorous eye,
She fled to me and wept.

She half enclosed me with her arms,
She pressed me with a meek embrace;
And bending back her head, looked up,
And gazed upon my face.

'Twas partly love, and partly fear,
And partly 'twas a bashful art,
That I might rather feel, than see,
The swelling of her heart.

I calmed her fears, and she was calm,
And told her love with virgin pride;
And so I won my Genevieve,
My bright and beauteous Bride.

(Samuel Taylor Coleridge)

Αφιερωμένο στη δική μου Genevieve. Είσαι ό,τι ζητούσα στη ζωή μου. Μόνο εσύ. Σ'αγαπώ.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part I)



Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

Εσύ είσαι η Μοίρα μου. Σ'αγαπώ για πάντα.

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part II)


II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια,
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά,
οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά.
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο.
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες.
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ.
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά.
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

Τραγουδώ για σένα και για τα χρόνια που θα μας βρουν μαζί. Με τα παιδιά μας και αργότερα με τα εγγόνια μας, τριγυρισμένοι από φίλους και αγαπημένα πρόσωπα, σε ηλιόλουστες αυλές δίπλα στη θάλασσα, σε πλακόστρωτα κι αμμουδιές, κάτω από το φως του φεγγαριού και μπροστά σε χρωματιστά ηλιοβασιλέματα... Είναι πανέμορφη η ζωή μαζί σου, νεράιδα μου...

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part III)



III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος
από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια.
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε.
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα,
πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε».
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο.
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο.
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά.
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά.
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει.
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο,
τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά.
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική,
καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου.
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι,
επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς?
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.

Μια γλυκιά καλημέρα στην πιο γλυκιά θλιμμένη πριγκίπισσα, ένα απαλό φιλί στα χείλη κι ένα τρυφερό άγγιγμα. Μίλα μου και μη φοβάσαι να μ'αγαπήσεις. Επειδή σ'αγαπώ και σ'αγαπώ κι αυτό δεν είναι περαστικό, είναι για πάντα.

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part IV)


IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς?
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς?
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς,
μαχαίρι!
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς?
Είμ' εγώ, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, μ'ακούς?
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς?
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς,
σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς?

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες,
θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι.
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς?
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς,
των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει.

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς,
τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς?
Όπου κάποτε οι φιγούρες
των Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς?
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς?
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς?

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς,
της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς?
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς?
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς,
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς?
Μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς?
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει –ακούς?;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς?
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς?
Η καρδιά σου πάλλεται στο ρυθμό της δικής μου. Και στον κάθε της παλμό ξέρω τι νιώθεις. Ξέρω βαθιά μέσα μου ότι σύντομα θα είμαστε μαζί. Όσο εσύ με διώχνεις, τόσο εγώ θα τρυπώνω πιο βαθιά στην καρδιά σου. Κι όταν καταλάβεις πόσο ερωτευμένη είσαι κι εσύ, θα ζήσουμε το απόλυτο. Σ'αγαπώ.
Μ'ακούς;

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part V)



V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου.
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο,
αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά.
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού.
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου βυθού,
μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό,
τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο,
μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς ψηλά στο δώμα
ή πίσω στις πλάκες της αυλής
με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη.
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή.
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει,
τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο,
για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια.

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο.
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

Για τα μάτια σου μόνο, θλιμμένη μου ομορφιά, που έχεις τη θλίψη του αγριμιού, την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου. Μια γλυκιά καληνύχτα στα πιο υπέροχα, καθάρια μάτια της ζωής μου. Μου λείπεις.

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part VI)




VI

Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη.
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα.
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας.
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί.
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!


Σε σκέφτομαι συνέχεια, ψυχή μου. Και πιο πολύ όταν τα άστρα γέρνουν και ακουμπούν στο μαξιλάρι μου. Τις νύχτες που ενώνομαι με το σύμπαν αναζητώντας σε.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Το Mονόγραμμα (part VII)




VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ,
να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.


Για σένα, καρδιά μου. Ένα για κάθε μέρα της εβδομάδας. Μου έχεις λείψει αφόρητα.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Σε μια μελομάτα νεράιδα


Die Liebste Stimme
(Η γλυκύτερη φωνή)


Sterne mit den goldnen Füßchen
(Άστρα με πόδια χρυσά)
Wandeln droben bang und sacht,
(Ανεβαίνουν ψηλά, εκρήγνυνται και σιωπούν)
Daß sie nicht die Erde wecken,
(Να μην ξυπνήσουν τη γη)
Die da schläft im Schoß der Nacht.
(Που κοιμάται στης νύχτας την αγκαλιά)

Horchend stehn die grünen Wälder,
(Τα πράσινα δάση στέκουν να ακούσουν)
Jedes Blatt ein grünes Ohr,
(Κάθε φύλλο, ένα πράσινο αυτί)
Und der Berg, wie träumend streckt er
(Και το βουνό, σαν να ονειρεύεται, απλώνει)
Seinen Schattenarm hervor.
(τη λειψή σκιά του)

Doch was rief dort? In mein Herze
(Μα τι έλεγα; Στην καρδιά μου)
Dringt der Töne Widerhall,
(τρυπώνει η ηχώ των ήχων)
War es der Geliebten Stimme -
(Ήταν της αγαπημένης μου η φωνή)
Oder nur die Nachtigall?
(ή απλώς ένα αηδόνι;)

(von Heinrich Heine)


Το ποίημα αυτό ξεκίνησε αμετάφραστο για να κάνει την νεράιδα μου να μου δώσει σημασία και να ασχοληθεί με αυτά που γράφω. Και γράφτηκε την πρώτη μέρα που με πήρε τηλέφωνο, αφού είχαμε μείνει μήνες ο ένας μακριά από τον άλλον. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα το όνομά της στην οθόνη. Κι όταν μου είπε δειλά "καλησπέρα, Αλέξη, μήπως ενοχλώ;" με την ωραία, σοβαρή και γλυκιά φωνή της, ένιωθα να πετάω. Τελικά εκτιμάμε αυτό που είχαμε μόνο όταν το χάσουμε. Και νιώθω ευλογημένος που ξαναγύρισε. Σ'αγαπώ, ξωτικό μου με τα όμορφα χείλη που μόνο αυτά μπορούν να προφέρουν τόσο γλυκά το όνομά μου.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Σε ευχαριστώ για τον έναν χρόνο ονείρων...



Αγάπη μου, σε γύρευα σ'αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα σε γύρευα τυφλός
Μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή κι η δροσερή σου χάρη
Αγάπη μου, σε γύρευα γιατί ήσουν ουρανός

Κι αν Θεός που σ'έπλασε με μιαν ευχή μεγάλη
νά'χεις αστέρι στα μαλλιά και μια χρυσή καρδιά
Στ'αλώνια ευθύς υψώθηκε το χρυσαφένιο στάρι
Αγάπη μου, σ'αγάπησα γιατί ήσουν ουρανός

Αγάπη μου, πώς σ'έχασα, πως η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ'αρπαξανε μες στην πολλή βροχή
Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς, το κύμα να σε πάρει
Αγάπη μου, που σ'έχασα γιατί ήσουν ουρανός.


Για Εκείνη. Το πιο γλυκό, ευαίσθητο, ευάλωτο, αγαπησιάρικο, τρυφερό και αληθινό πλάσμα που έχω γνωρίσει. Για την νεράιδα με την κρυστάλλινη καρδιά, που με έκανε να ερωτευτώ και να ονειρευτώ. Για κείνη που θα αγαπώ πάντα, όσο μακριά της κι αν με κρατά, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Για τα πιο όμορφα και γλυκά μάτια του κόσμου. Για σένα που ξέρω ότι πονάς για κάποιον άλλον, αλλά δε μπορώ να σταματήσω να σ'αγαπώ. Για σένα που προσεύχομαι να γυρίσεις πίσω. Για σένα, ρομαντική μου ηρωίδα του Τσέχωφ, που η ψυχή σου κυριαρχεί στο σώμα σου. Σε ευχαριστώ για τους μήνες ευτυχίας που μου χάρισες.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Ίσως μια μέρα νιώσει το λάθος και'ρθει...


Μην της το πεις
Μουσική & στίχοι: Κώστας Τουρνάς

Όταν την δεις με τον άλλο ξανά
κι αν μιλήσεις
πες της πως μ' είδες πως είμαι καλά
και να ζήσεις

Μην της το πεις
πως την έχασα μα την αγαπώ
μην της το πεις
πως δεν ξέχασα και για κείνη ζω

Μην της μιλήσεις,
να με λυπάται δεν θέλω
Ίσως μια μέρα νιώσει το λάθος 
και 'ρθει

Όταν την δεις πες της ότι μπορείς
να με σώσεις
Μην τής μιλήσεις για μένα, μην πεις
μην προδώσεις

Μην της το πεις
πως την έχασα μα την αγαπώ
μην της το πεις
πως δεν ξέχασα και για κείνη ζω

Μην της μιλήσεις,
να με λυπάται δεν θέλω
Ίσως μια μέρα νιώσει το λάθος 
και 'ρθει...