Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Πρόταση γάμου



Η χτεσινή νύχτα ήταν υπέροχη. Ίσως η πιο κινηματογραφική βραδιά της ζωής μου. Έκανε παγωνιά αλλά εμείς ξορκίζαμε τους δαίμονες που μας πλήγωσαν εδώ κι ένα χρόνο. Μαζί. Δυο ψυχές που γίναν μία, δυο στόματα που ορκίστηκαν "για πάντα". Και δυο σώματα που έσμιξαν λαβωμένα και τρομαγμένα και νίκησαν την ψευτιά και τη μοναξιά.
Σε περίμενα μια ολόκληρη ζωή. Ονειρευόμουν ένα ξωτικό πλάσμα σαν εσένα. Και είσαι όσα ονειρευόμουν κι ακόμα παραπάνω. Νιώθω να σε ξέρω εκατοντάδες χρόνια, σε αλλοτινούς καιρούς και περασμένες ζωές ήμασταν μαζί. Γι'αυτό και αποφάσισα να σε πάω στο εκκλησάκι μας. Γι'αυτό και γονάτισα μπροστά σου, βασίλισσά μου και σου ζήτησα να με παντρευτείς.
Σήμερα θα σου κάνω την πρόταση πιο επίσημα. Το δαχτυλίδι αγοράστηκε, το τραπέζι στο GB Corner μας περιμένει, εσύ είσαι πανέμορφη και η αποψινή νύχτα θα είναι από τις πιο όμορφες και ευτυχισμένες νύχτες της ζωής σου. Αυτό στο υπόσχομαι. Φέτος και όλα μας τα χρόνια από δω κι εμπρός, θα κάνουμε Χριστούγεννα μαζί. Και θα διαβάσεις αυτή την ανάρτηση αφού πια θα σε έχω καταφέρει να μου πεις το μεγάλο "ΝΑΙ".
Είσαι η ζωή μου, η ανάσα μου, ο αέρας που αναπνέω, όλα εσύ. Δικός σου ως το τέλος. You are my first, my last, my everything, my Lady.

Μικρό, γλυκό μου κορίτσι


Ποτέ δεν κατάλαβα πώς σε έχασα μέσα από τα χέρια μου. Πώς μέσα σε μια στιγμή όλα γκρεμίστηκαν και έγιναν σκόνη στον άνεμο. Εκείνη τη μέρα που μου είπες ότι πρέπει να χωρίσουμε γιατί είσαι με κάποιον άλλον. Εκείνη τη μέρα, γκρεμίστηκε ο κόσμος μου. Έπαψα να πιστεύω. Στο Θεό, στους ανθρώπους, σε μένα. Ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Και φέρθηκα σαν βλάκας. Σε πλήγωσα, σε γέμισα τύψεις, σε κατηγόρησα και είπα στον εαυτό μου ότι δεν υπήρχε τίποτα αγνό πια στον κόσμο. Και το ότι γκρεμίστηκε το είδωλό μου με πόνεσε περισσότερο από όλα.
Δεν ήξερες, μάτια μου. Δεν ήσουν εξοικειωμένη και δεν ήξερες καν τι ένιωθες. Κι όσο με έσφαξε η κουβέντα σου όταν με χώριζες, άλλο τόσο με έκανε να ελπίζω μια άλλη κουβέντα σου, μια μέρα που ήρθα να σε βρω. "Έκανα την επιλογή μου και θα επιμείνω σε αυτή" μου είπες. Δεν τον αγαπούσες καν. Απλά είχες κάνει την επιλογή σου.
Και οι μήνες περνούσαν. Κι άνοιξα αυτό εδώ το ιστολόγιο για να σου δείχνω ότι πάντα είμαι πλάι σου, μιας και ο πρώην σου είχε απαγορέψει να μπαίνουμε στο δικό σου ιστολόγιο και να γράφουμε ότι θέλουμε.

Το έφτιαξα για να σου δείχνω ότι σε νοιάζομαι, ότι σε αγαπάω, ότι είμαι μαζί σου. Για σένα, μάτια μου όμορφα. Σε κέρδισα μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα. Με κάθε τηλέφωνο, με κάθε μήνυμα, με κάθε τρυφερή λέξη που τόσο ήθελες να κρατήσεις κι όμως έσβηνες. Κι ο πρώην σου, μέρα με τη μέρα, έχανε έδαφος. Απομακρυνόσουν και το ένιωθε. Ψυχανεμιζόταν ότι σε κέρδιζα αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει.
Εννιά μήνες. Και μετά, ήρθε η γέννηση. Η γέννηση του δικού μας δεσμού. Που δεν ήταν επιπόλαιη επιλογή στην οποία ΕΠΡΕΠΕ να μείνεις σταθερή, αλλά συνειδητή, ώριμη επιλογή στην οποία ΗΘΕΛΕΣ να μείνεις σταθερή. Εκείνη την άγια μέρα που ξαναείδα στην οθόνη μου το όνομά σου, ένιωσα σαν να μου χάριζαν τον κόσμο, γλυκό μου κορίτσι.
Τέσσερις μήνες συμβίωσης. Σχεδόν 120 υπέροχες μέρες μαζί σου. Το σπίτι μας είναι το πρώτο σπίτι όπου έμειναν οι γονείς μου, πριν τον γάμο τους. Η μητέρα μου λέει ότι θα είναι γούρι. Εγώ λέω ότι είναι ένα όμορφο σπίτι με κήπο, ακριβώς ότι χρειάζεσαι για να είσαι χαρούμενη και ήρεμη. Κι εσύ δείχνεις με κάθε τρόπο πόσο σου αρέσει και πόσο δημιουργική σε έχει κάνει.

Χτες ήθελες να κλείσεις έναν κύκλο και να αφήσεις τα πάντα πίσω σου. Ξέρεις, αυτή η χρονιά με πόνεσε όσο και σένα. Ίσως και πιο πολύ επειδή ήθελα να είμαι στο πλάι σου και δε με άφηνες. Ο κύκλος της πίκρας και της απώλειας έκλεισε για πάντα, αγάπη μου. Και άνοιξε ένας άλλος κύκλος, ευτυχίας. Χτες, μου χάρισες μια μαγευτική βραδιά με την παρουσία, το χαμόγελο και το φιλί σου.
Και τα καλύτερα έρχονται...

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Στη γυναίκα μου


Είναι μια από εκείνες τις νύχτες που θέλω να γίνω τροβαδούρος κάτω από το παράθυρό σου, πατέρας των παιδιών σου, ποιητής, ο Ντάντε σου κι ο Γιάννης Βογιατζής σου μαζί (γέλα!). Είναι από εκείνες τις νύχτες που ονειρεύομαι να σε υποδέχομαι σε μια εκκλησία με το κατάλευκο νυφικό σου και να λάμπεις σαν βασίλισσα, είτε σε μια χλιδάτη τεράστια εκκλησία γεμάτη κόσμο, είτε σε ένα μικρό παρεκκλήσι δίπλα στη θάλασσα με λίγους και καλούς. Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα μου αναγγείλεις ότι είσαι έγκυος στο πρώτο μας παιδί. Που θα παίζουμε με τα παιδιά μας στον κήπο, θα τα μάθουμε κολύμπι στο Μονόλιθο στη Σαντορίνη και ορειβασία στον εθνικό δρυμό της Οίτης, θα τα πηγαίνουμε στο Birkenstein για Χριστούγεννα και στην Κέρκυρα για Πάσχα, στο Νυμφαίο και στην Ελαφόνησο, στη Σκιάθο και στο Θιάκι. Ονειρεύομαι να σε έχω στη ζωή μου, όπως τώρα. Να ξεκινάνε οι μέρες με το χαμόγελό σου και το βλέμμα σου μέσα στο φως και να τελειώνουν με τη ζεστασιά και τη μυρωδιά σου στο σκοτάδι. Ονειρεύομαι τις βόλτες μας δίπλα στη θάλασσα, όταν τα παιδιά μας θα είναι σε κάποιο φοιτητικό πάρτυ, τους φίλους μας να μας λένε για τα δικά τους παιδιά και όλοι μαζί να μεγαλώνουμε και να υποδεχόμαστε τα νέα πρόσωπα και τις νέες καταστάσεις. Κι όταν δεις την πρώτη σου ρυτίδα στον καθρέφτη, θα είμαι εκεί για να τη φιλήσω και να σου θυμίσω ότι σ'αγαπώ για πάντα. Σ'αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο και μόνο μαζί σου νιώθω ασφαλής για το μέλλον. Μόνο με σένα μπορώ να τα ονειρευτώ όλα αυτά. Ένα μέλλον με αστέρια με σένα, ζωή μου. Σε λατρεύω.

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Ο Άρχοντας των Ταινιών

Παίρνοντας την σκυτάλη από την αγαπημένη μου χώστες Freedom, καταθέτω κι εγώ τη δική μου λίστα

1. L.O.T.R
2. Gladiator
3. Zeitgeist
4. A beautiful mind
5. Der Untergang
6. Enemy at the Gates
7. Letters from Iwo Jima
8. Flags of our fathers
9. Master and Commander
10. Fahrenheit 9/11
11. The Patriot
12. No man's land
13. The Pianist
14. Amen
15. The motorcycle diaries
16. Crouching Tiger, Hidden Dragon
17. Pirates of the Caribbean
18. Dungeons and Dragons
19. Catch me if you can
20. Der Baader Meinhof Komplex

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Μωρό μου εσύ


Πριν ένα χρόνο, λίγους μόλις μήνες μετά τη γνωριμία μας, σε ένιωθα να φεύγεις, να γλιστράς μέσα από τα χέρια μου σαν νερό. Εσύ πίστευες ότι δεν σε διεκδικούσα και ότι ήσουν μια από τις πολλές που με τριγύριζαν. Πόσο κουτοί ήμασταν και οι δυό, εγώ που δεν σου έλεγα ανοιχτά τι νιώθω κι εσύ που πίστευες όλα αυτά. Για καμιά άλλη δεν ήμουν τόσο διαθέσιμος, τόσο ανοιχτός, τόσο κολλημένος. Μόνο για σένα, ομορφιά μου. Ναι ρε μωρό μου, εσένα ήθελα. Συνέχεια μου λες ότι είμαι όμορφος και μου την πέφτουν και συνέχεια σου λέω ότι θέλω μόνο εσένα. Οι άλλες είναι ηλίθιες Βαλκάνιες που ξύνουν τα νύχια και τυλίγουν το μαλλί. Εσύ είσαι Η ΓΥΝΑΙΚΑ. Είσαι warrior αλλά και η πιο γλυκιά και τρυφερή κοπέλα που έχω συναντήσει. Ηφαιστειώδης στη χαρά και στο θυμό σου. Γεμάτη γοητευτικές αντιθέσεις, μεσογειακό ταμπεραμέντο με γερμανική πειθαρχία, ρομαντισμός και πρακτική σκέψη, έτοιμη για rafting και για Μέγαρο. Μπορείς να περάσεις για ντόπια στη Γερμανία, στη Βρετανία, παντού. (Και για μένα αυτό είναι το νόημα της φράσης "πολίτης του κόσμου".) Υπέροχη μαγείρισσα, υπέροχη νοικοκυρά, υπέροχη οικοδέσποινα, σύντροφος, κόρη, αδελφή, φίλη. Είσαι ένα πλάσμα ευλογημένο και μαγικό, που δίνεις αξία στη ζωή μου. Πραγματικά, για πρώτη φορά νιώθω ότι η ζωή μου αξίζει. Όλα αυτά τα χρόνια που ξέρεις πόσο δύσκολα ήταν για μένα, πάλευα χωρίς τέλος. Πάλευα για να επιβιώσω οικονομικά, για να καταφέρω να πάρω εφόδια, για να μπορέσω να βρω μια δουλειά που να συντηρεί όχι εμένα αλλά και τα όνειρά μου. Είναι αστείο, γιατί έμενα τόσο κοντά σου, ούτε 500 μέτρα κι όμως έπρεπε να μπούμε σε εκείνο το φόρουμ και μετά να φτάσουμε και οι δυό μέχρι τη Μαλακάσα για να βρεθούμε. Και εκείνη την άγια μέρα που σε συνάντησα, μωρό μου, κατάλαβα γιατί αγωνιζόμουν τόσα χρόνια. Γιατί έμεινα μόνος τόσα χρόνια. Γιατί διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. ΕΣΥ είσαι Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ, άγγελέ μου. Διάλεξα το δύσκολο δρόμο που με οδήγησε μακριά από όλες αυτές που θα με θέλανε για τα λεφτά του μπαμπά. Έμεινα μόνος γιατί όσες με είδαν σαν τελειωμένο μεταλλά δεν ήταν για μένα. Και πάλεψα τόσα χρόνια για να μπορώ να σε έχω εκεί που σου πρέπει. Σαν βασίλισσα. Κι ας μη σε ήξερα. Ένιωθα μέσα μου ότι η γυναίκα των ονείρων μου θα έρθει. Και ήρθε. Έφυγε για λίγο, αλλά ξαναγύρισε. Το ήξερα ότι κι εσύ με σκεφτόσουν όταν ήσουν με τον πρώην σου. Ότι το είχες μετανιώσει από τη δεύτερη μέρα. Ότι απλά ήθελες να κρατήσεις το λόγο σου απέναντι σε αυτόν. Γι'αυτό ερχόμουν και ξαναερχόμουν. Γιατί ήξερα, ένιωθα ότι με φώναζες κοντά σου. Ήταν ώρες που μπορούσα να ορκιστώ ότι ένιωθα να με σκέφτεσαι έντονα. Ιδίως τους τελευταίους μήνες. Μωρό μου, μάτια μου καθάρια, θέλω να σου πω τόσα πράγματα αλλά με κοιτάς έτσι γλυκά και χαμογελαστά και δεν κρατιέμαι, αρχίζω να σε φιλάω και δε μπορώ να σταματήσω. Ούτε κι από δω τα καταφέρνω. Όπως σε κοιτάω να είσαι έτσι στο κρεβάτι μας με το γαλάζιο μεταξωτό νυχτικό σου και τα μαλλιά σου ξέπλεκα, να βλέπεις την αγαπημένη σου σειρά και να χαμογελάς, πηγαινοέρχομαι, σε παίρνω αγκαλιά, σε φιλάω κι όλο αφήνω στη μέση αυτά που θέλω να πω. Ξέρεις, όταν είσαι έξω, μοιάζεις με τίγρη. Όταν είσαι στο σπίτι μας, χαλαρωμένη από το μπάνιο, στο κρεβάτι μας, είσαι τόσο απίστευτα γλυκιά και ήρεμη. Μη μου λες να μη σου γράφω πολλά, όσα αξίζεις θα σου γράφω, βασίλισσά μου. Δίνεις στη ζωή μου νόημα και χρώμα, με κάνεις ευτυχισμένο, όλα είναι όμορφα και φωτεινά μαζί σου, φωτεινό μου πλασματάκι, αγγελούδι μου. Πάλι δεν μπόρεσα να τα γράψω όπως τα ήθελα, αλλά με παρασύρεις. Σε λατρεύω, ψυχή μου.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Shall I compare thee to a summer's day ?


Shall I compare thee to a summer's day ?
Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimmed,
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature’s changing course untrimmed;
But thy eternal summer shall not fade,
Nor lose possession of that fair thou ow'st,
Nor shall death brag thou wand'rest in his shade,
When in eternal lines to time thou grow'st;
So long as men can breathe, or eyes can see,
So long lives this, and this gives life to thee.

Ζουζούνα μου, αγάπη μου, μωράκι μου γλυκό εσύ. Σε κοιτάζω κλεφτά να πηγαινοέρχεσαι και να ετοιμάζεσαι να βγούμε, να γίνεσαι ακόμη πιο όμορφη για χατίρι μου, να μου χαμογελάς και να μου πετάς πειράγματα για την εργασιομανία μου. Εσένα μελετάω και αναλύω, γλυκά μου μάτια. Αφοσιωμένος ως το τέλος, παραπονάκι μου, που διαμαρτύρεσαι ότι έπαψα να σ'αγαπάω γιατί έχω μέρες να σου γράψω ποιηματάκι εδώ.
Θυμάμαι πόσο καθίκι είχα γίνει όταν μου είπες ότι χώρισες με τον πρώην σου. Δε σε πίστεψα στην αρχή και σε πόνεσα με τη δυσπιστία μου, καρδούλα μου. Και ήξερα ότι σε έκανα να κλάψεις, γι αυτό και σε έπαιρνα συνέχεια τηλέφωνο και ερχόμουν συνέχεια στο σπίτι σου. Χρόνο ήθελα, να πιστέψω ξανά στην αγάπη, πίστη που είχα χάσει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να σε ακούω να κλαις, βρε μωρό μου.
Πονούσε η καρδιά μου, αλλά νόμιζα ότι ήθελες να ξαναγυρίσεις στον πρώην σου. Αυτό δε θα το άντεχα. Οι μέρες περνούσαν κι εσύ ήσουν σταθερή. Δεν τον ήθελες πια κι εγώ ένιωθα έτοιμος να σου προτείνω να είμαστε μαζί. Ξέρω ότι δίσταζες γιατί πίστευες ότι είχες τελειώσει για μένα. Κουτούτσικη αγάπη μου. Από εκείνη τη μέρα στη συναυλία που σε πρωτοείδα, ήξερα ότι είσαι το άλλο μου μισό. Το τέλειο άλλο μου μισό. Δε θα σε άφηνα για τίποτα στον κόσμο. Είσαι το πιο πολύτιμο διαμάντι, το πιο όμορφο λουλούδι, η πιο όμορφη εικόνα του κόσμου.
Είναι ώρες, όπως αυτή, που τα ελληνικά μου μού φαίνονται πολύ φτωχά για να σου πω τι νιώθω. Κι ελπίζω να μπορείς να πάρεις έστω μια ιδέα. Σ'αγαπώ στην αιωνιότητα, ομορφιά μου. Θα είμαι δίπλα σου, μόνο εγώ, πάντα εγώ, στα καλά και στα άσχημα. Κάθε μέρα μαζί σου είναι όμορφη. Άσχημο λόγο δε μου έχεις πει ως τώρα, αυτούς τους μήνες που είμαστε μαζί. Κάθε πρωί που ξυπνάς, σε κοιτάζω για να δω να ανοίγεις τα όμορφα μάτια σου. Γεμίζει φως το δωμάτιο από τα ματάκια και το χαμόγελό σου, ανατολή μου. Σε φιλάω και διαμαρτύρεσαι ότι θα σε σκάσω, αλλά δε μπορώ να κρατηθώ. Με τρελαίνεις, μωρό μου με το αθώο χαμογελάκι σου και το νάζι σου.
Αύριο που θα το διαβάσεις, θα ξέρεις πόσο δύσκολη ήταν η έρευνα που έκανα. Σε λατρεύω, βασίλισσά μου.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Το πρώτο μας φιλί.


My lady, I never told you how I truly feel
You probably think my heart is from steel
My lady, my dear sweetheart
I really feel my life did just start

My lady, you are unbelievably beautiful
For you I would risk dying in duel
The moment I saw you my heart was sold
I dream that together we will grow old

We met each other, some time ago
It was the first time we said 'Hello'
You are my sweetheart day by day
Without you my life goes astray

This diamond ring is for you, I hope you will like it
I am dying to see your reaction, that I will admit
This poem has come to an end
There are many more I would like to send

Θυμάσαι μωρό μου; Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου. Στο Ηρώδειο, η παράσταση του Alvin Ailey. Είχες βαρεθεί. Γύρισες και με κοίταξες συνωμοτικά. Φορούσες μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και χαμηλά παπούτσια και είχες τα μακριά μαλλιά σου ριγμένα στους ώμους, ως τη μέση σου. Το άρωμά σου με παίδευε. Σε κοίταζα όλη την ώρα και έβλεπα το πρόσωπό σου να αλλάζει εκφράσεις, στα μάτια σου να καθρεφτίζονται σκέψεις. Μου χαμογέλασες. Ήξερα ότι ήθελες να φύγεις, αγρίμι μου.
Σε πήρα από το χέρι και βγήκαμε. Κρύωνες. Σου έδωσα το πουλόβερ που είχα στους ώμους μου. Πάντα περήφανη και αυτάρκης, μου είπες "δεν το χρειάζομαι, νά'σαι καλά". Επέμεινα. Το δέχτηκες με ευγνωμοσύνη στο βλέμμα. Ήσουν πανέμορφη. Με πήρες από το χέρι και ανεβήκαμε στο λόφο του Φιλοπάππου. Σταθήκαμε απέναντι από την Ακρόπολη. Δε χόρταινα να σε κοιτάζω. Γεμάτη ενέργεια, λαμπερή, με το γέλιο καταρράχτη, με τα πράσινα μάτια σου να με χαϊδεύουν και να με ζεσταίνουν. Ήθελα να σε αγκαλιάσω και να μεταφερθούμε σε ένα πράσινο ερημικό νησί. Κι εκεί να σε κάνω δική μου. Σε ήθελα τόσο πολύ.
Έκανα μερικά βήματα μακριά σου. Να συγκεντρωθώ, να μπορέσω να ηρεμήσω, να φερθώ φυσιολογικά. Και τότε ήρθες πίσω μου νομίζοντας ότι κρυώνω και με αγκάλιασες τρυφερά για να με ζεστάνεις. Γύρισα απότομα, ξαφνιασμένος...σε τρόμαξα. Σε κοίταξα στα μάτια. Κοίταξα τα χείλη σου. Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. Σου άγγιξα απαλά το πρόσωπο και είδα να ανάβει μια φωτιά στα όμορφα μάτια σου. Γλυκά μου μάτια. Ήξερα ότι αυτή ήταν η στιγμή. Έσκυψα και σε φίλησα. Απαλά, αργά, χάιδεψα τα χείλη σου με τα δικά μου. Το στόμα σου ήταν μισάνοιχτο. Φίλησα το κάθε χείλος σου πολλές φορές. Μετά, προχώρησα. Η γλώσσα μου άγγιξε τη δική σου. Σε φιλούσα αργά και γλυκά, κολλημένος πάνω σου, να νιώθω τη θερμότητά σου. Θα μπορούσα να σε φιλάω για πάντα. Ένιωθα σαν να σου έκανα έρωτα. Κι εσύ ανταποκρινόσουν, το ίδιο παθιασμένα και δυνατά.
Όταν τα χείλη μας χώρισαν, μετά από πολλή ώρα, έλαμπες σαν άστρο. Μου είπες ότι δεν σε έχουν ξαναφιλήσει έτσι βαθιά. Ένιωσες, είπες, τόση ένταση, σαν να κάναμε έρωτα. Καμιά άλλη γυναίκα δεν μου είχε ξυπνήσει τέτοια άγρια συναισθήματα. Και ήξερα ότι είσαι το πεπρωμένο μου. Ένα γλυκό πεπρωμένο που νιώθει ότι νιώθω. Σαν σήμερα, μωρό μου, φιληθήκαμε πρώτη φορά. Βαθιά και γλυκά. Μη σταματήσεις ποτέ να με φιλάς. Χωρίς εσένα, ο κόσμος μου είναι ανούσιος. Σε λατρεύω, ψυχή μου.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Γυναίκα μου



My Love

Your skin glows like the sun,
blossoms passion
as the red rose in the purest hope of spring.
My heart follows your saxophone voice
and leaps like a tiger at the whisper of your name.
The evening floats on a great eagle wing.
I am comforted by your fragranced pashmine
I hold next to my lips.
I am filled with hope
that I may dry your tears of sun-wine.
In the quiet,
I listen to the last nightingale singing of the day.
I wait in our secret garden
for your healing kiss
so that we may discover each other again
under the moonlight
in search of the magnificent blue
and mystical river of desire.

Για σένα, φως μου. Μαζί για πάντα. Είσαι η ζωή μου. Σε λατρεύω για μια αιωνιότητα.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

"Ερωτικός Λόγος"


Α'

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

Β'

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Γ'

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

Δ'

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

Ε'

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

(Γιώργος Σεφέρης
Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30)


Αν και αυτό το ποίημα είναι λίγο πικρό και λέει για χωρισμό, ξέρω ότι σου αρέσει πολύ και γι' αυτό σκέφτηκα να στο χαρίσω, ψυχή μου. Κοιμάσαι ήρεμη κι ευτυχισμένη, σαν αγγελούδι, σαν παιδάκι και χαίρομαι που σε βλέπω να ξεκουράζεσαι πραγματικά. Θέλω να είσαι πάντα ευτυχισμένη. Και θα κάνω τα πάντα γι' αυτό. Σε λατρεύω, ζωή μου.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Αγάπη μου



There is a lady sweet and kind,
Was never face so pleased my mind;
I did but see her passing by,
And yet I love her till I die.

Her gesture, motion, and her smiles,
Her wit, her voice my heart beguiles,
Beguiles my heart, I know not why,
And yet I love her till I die.

Cupid is winged and doth range,
Her country so my love doth change;
But change she earth, or change she sky,
Yet will I love her till I die.

Με ρωτάς αν σου θύμωσα. Λες και θα μπορούσα ποτέ να σου θυμώσω. Δεν με νοιάζει τίποτα, παρά μόνο εσύ. Εσένα θέλω. Εσένα ήθελα πάντα. Από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα, το ένιωσα μέσα μου. Κι όταν ακόμη ήσουν με τον πρώην σου, ακόμη κι όταν ερχόμουν να σε δω, τρελός από αγάπη και επιθυμία να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, ακόμη και τότε, που εσύ με έδιωχνες, το ήξερα ότι μια μέρα θα είμαστε μαζί. Και το ένιωθα ότι μ'αγαπούσες κι εσύ. Γιατί τα λόγια σου μου έλεγαν "φύγε", κι όμως, τα μάτια σου, το πρόσωπό σου, το σώμα σου, όλα μου φώναζαν "σ'αγαπώ". Με τον πρώην σου δε θα γινόταν ποτέ τίποτε, γιατί δεν σ'αγαπούσε αληθινά. Εγώ σ'αγαπούσα και σε περίμενα για μήνες. Και για χρόνια, αν χρειαζόταν, θα σε περίμενα. Όλη μου τη ζωή. Γιατί εσύ είσαι η ζωή μου. Είναι δυνατόν να θυμώσει κανείς με τον αέρα που αναπνέει, ζωούλα μου;
Χτες δε σου μίλησα. Ήμουν δειλός και σε απογοήτευσα. Δεν ξέρω τι μ'έπιασε, αλλά δείλιασα μέσα στο γεμάτο εστιατόριο. Θα ήθελα να σου ζητήσω λοιπόν να πάμε απόψε στην παραλία μας. Αν και μάλλον έχεις καταλάβει τι θα σου πω. Βάλε ό,τι θες αλλά φόρα και μαγιό. Εγώ θα αναλάβω τα υπόλοιπα.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Sono innamorato tante (Καλά το έγραψα;)


In qual parte del cielo, in quale idea
era l'esempio, onde natura tolse
quel bel viso leggiadro, in ch' ella volse
mostrar qua giù quanto lassù potea ?
qual ninfa in fonti, in selve mai qual dea
chiome d' oro si fino a l' aura sciolse ?
quando un cor tante in se vertuti accolse ?
benchè la somma è di mia morte rea.

Per divina bellezza indarno mira,
chi gli occhi de costei già mai non vide,
come soavemente ella gli gira.
Non sa come Amor sana e come ancide
chi non sa come dolce ella sospira,
e come dolce parla e dolce ride.

(Poetic translation)

In what celestial sphere, by whom inspired, she drew
Did Nature find the cast from which
This lovely face wherein she hath aspired
To manifest below what Heaven can do?
Upon the breeze these tresses of pure gold
What goddess of the woods, what water-fay
Hath lavished thus ? What other heart could hold
These virtues which have made my life their prey?

Of godly beauty he is unaware
Who hath not gazed into my Lady's eyes,
Nor gathered her sweet glances here on earth;
He knoweth not Love's Hell nor Paradise
Who never heard her sighs as light as air,
The gentle music of her speech and mirth.

by Francesco Petrarca (Petrarch)

Αφού ο φίλος μου ο Θωμάς λέει ότι η ιταλίλα συγκινεί τις γυναίκες, είπα να γίνω ο λατίνος εραστής σου... Είμαι τρελαμένος μαζί σου, σε θέλω κάθε μέρα και πιο πολύ, δε σε χορταίνω, μωρό μου! Αν η εικόνα δε σου θυμίζει κάτι, τι θα έλεγες να φάμε αύριο βράδυ στο Cibus; Σου έχω μια έκπληξη...

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Μάτια μου γλυκά


QU'ELLE EST JOLIE!

Grands dieux! Combien elle est jolie
Celle que j'aimerai toujours!
Dans leur douce mélancolie
Ses yeux font rêver aux amours.
Du plus beau souffle de la vie
À l'animer le ciel se plaît.
Grands dieux! Combien elle est jolie!
Et moi, je suis, je suis si laid!
Grands dieux, combien elle est jolie!

Elle compte au plus vingt printemps.
Sa bouche est fraîche épanouie;
Ses cheveux sont blonds et flottants.
Par mille talents embellie,
Seule elle ignore ce qu'elle est.
Grands dieux! Combien elle est jolie!
Et moi, je suis, je suis si laid!

Grands dieux! Combien elle est jolie!
Et cependant j'en suis aimé.
J'ai dû long-temps porter envie
Aux traits dont le sexe est charmé.
Avant qu'elle enchantât ma vie,
Devant moi l'amour s'envolait.
Grands dieux! Combien elle est jolie!
Et moi, je suis, je suis si laid!

Grands dieux! Combien elle est jolie!
Et pour moi ses feux sont constants.
La guirlande qu'elle a cueillie
Ceint mon front chauve avant trente ans.
Voiles qui parez mon amie,
Tombez; mon triomphe est complet.
Grands dieux! Combien elle est jolie!
Et moi, je suis, je suis si laid!

(Pierre Jean de Beranger)

Είσαι η πιο όμορφη και γλυκιά γυναίκα του κόσμου. Με τα πιο υπέροχα μάτια και τα πιο όμορφα χείλη. Με την ασημένια τούφα που έχεις από μωρό, φεγγαρομωρό μου, και την αθώα, γλυκιά, αγγελουδένια φατσούλα σου. Με έχεις τρελάνει... Σε λατρεύω!

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

A Way To Love To Make Love



I want to love you in a special way like glass,
strong but crystal clear.
I want to make love to your spirit
by first squeezing and sucking your lips
to quench my thirst.
Then gently blowing love through your lips
and making love to your lungs,
As my heart squeezes yours and mines together
until your mind blows,
And you can't think.
I want to bite your fingertips
sending a sensation through your hands
and into your heart,
Pumping love in and out through your veins
until it reaches your feet,
And your toes curl.
I want to stroke you gently and softly
to caress not only your spirit,
But to feel the warmth of your flesh.
Your body next to mine,
holding and embracing
with the connection of a lock and key of life
and love so you can't let go.
Let me love you hard
so I can drill through your hurts and your pains,
Paving bricks to guard your heart
from your trials and tribulations.
Building a dam
so that when your flesh feels weak
your spirit won't break.
Let me love you over and over again
as though it were a fairytale that never ends.
If you were my book the letters
of your words would be carved in my heart
as though it were a novel felt, but never read.
This is the way to love,
you have to love easy but feel hard.
You have to pay the price of sacrifice
in order to grow a love, which is deeply fulfilling.
That is the best way to love and to make love.
Πριγκίπισσά μου
Η ζωή μου έστειλε το πιο πολύτιμό της δώρο: εσένα. Όσα ονειρεύτηκα στη ζωή μου είναι εδώ, δίπλα μου. Σε κρατώ αγκαλιά, σε κοιτώ να κοιμάσαι, όμορφη, αγνή, γαλήνια, χαϊδεμένη από τον ήλιο και τη θάλασσα. Κι ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είσαι δική μου. Με το βραχιόλι σου από κοχύλια, με τα μακριά σου μαλλιά απλωμένα στα μπλε σεντόνια μας, μοιάζεις με γοργόνα που αποκοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά ενός τυχερού θνητού. Κι όταν το πρωί ανοίξεις τα μεγάλα πράσινα μάτια σου και μου πεις "καλημέρα" με το παιδικό σου χαμόγελο, μόνο τότε θα ανατείλει πραγματικά ο ήλιος.
Είσαι η ζωή μου. Σε λατρεύω, άγγελέ μου.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Λατρεία μου


Love

All thoughts, all passions, all delights,
Whatever stirs this mortal frame,
Are all but ministers of Love,
And feed his sacred flame.

Oft in my waking dreams do I
Live o'er again that happy hour,
When midway on the mount I lay
Beside the ruined tower.

The moonshine stealing o'er the scene
Had blended with the lights of eve;
And she was there, my hope, my joy,
My own dear Genevieve!

She leant against the armed man,
The statue of the armed knight;
She stood and listened to my lay,
Amid the lingering light.

Few sorrows hath she of her own,
My hope! my joy! my Genevieve!
She loves me best, whene'er I sing
The songs that make her grieve.

I played a soft and doleful air,
I sang an old and moving story -
An old rude song, that suited well
That ruin wild and hoary.

She listened with a flitting blush,
With downcast eyes and modest grace;
For well she knew I could not choose
But gaze upon her face.

I told her of the Knight that wore
Upon his shield a burning brand;
And that for ten long years he wooed
The Lady of the Land.

I told her how he pined: and ah!
The deep, the low, the pleading tone
With which I sang another's love
Interpreted my own.

She listened with a flitting blush,
With downcast eyes and modest grace;
And she forgave me, that I gazed
Too fondly on her face!

But when I told the cruel scorn
That crazed that bold and lovely Knight,
And that he crossed the mountain-woods,
Nor rested day nor night;

That sometimes from the savage den,
And sometimes from the darksome shade,
And sometimes starting up at once
In green and sunny glade, -

There came and looked him in the face
An angel beautiful and bright;
And that he knew it was a Fiend,
This miserable Knight!

And that, unknowing what he did,
He leaped amid a murderous band,
And saved from outrage worse than death
The Lady of the Land;

And how she wept, and clasped his knees;
And how she tended him in vain;
And ever strove to expiate
The scorn that crazed his brain; -

And that she nursed him in a cave;
And how his madness went away,
When on the yellow forest-leaves
A dying man he lay; -

His dying words -but when I reached
That tenderest strain of all the ditty,
My faltering voice and pausing harp
Disturbed her soul with pity!

All impulses of soul and sense
Had thrilled my guileless Genevieve;
The music and the doleful tale,
The rich and balmy eve;

And hopes, and fears that kindle hope,
An undistinguishable throng,
And gentle wishes long subdued,
Subdued and cherished long!

She wept with pity and delight,
She blushed with love, and virgin shame;
And like the murmur of a dream,
I heard her breathe my name.

Her bosom heaved -she stepped aside,
As conscious of my look she stepped -
Then suddenly, with timorous eye,
She fled to me and wept.

She half enclosed me with her arms,
She pressed me with a meek embrace;
And bending back her head, looked up,
And gazed upon my face.

'Twas partly love, and partly fear,
And partly 'twas a bashful art,
That I might rather feel, than see,
The swelling of her heart.

I calmed her fears, and she was calm,
And told her love with virgin pride;
And so I won my Genevieve,
My bright and beauteous Bride.

(Samuel Taylor Coleridge)

Αφιερωμένο στη δική μου Genevieve. Είσαι ό,τι ζητούσα στη ζωή μου. Μόνο εσύ. Σ'αγαπώ.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part I)



Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

Εσύ είσαι η Μοίρα μου. Σ'αγαπώ για πάντα.

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part II)


II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια,
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά,
οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά.
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο.
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες.
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ.
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά.
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

Τραγουδώ για σένα και για τα χρόνια που θα μας βρουν μαζί. Με τα παιδιά μας και αργότερα με τα εγγόνια μας, τριγυρισμένοι από φίλους και αγαπημένα πρόσωπα, σε ηλιόλουστες αυλές δίπλα στη θάλασσα, σε πλακόστρωτα κι αμμουδιές, κάτω από το φως του φεγγαριού και μπροστά σε χρωματιστά ηλιοβασιλέματα... Είναι πανέμορφη η ζωή μαζί σου, νεράιδα μου...

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part III)



III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος
από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια.
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε.
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα,
πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε».
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο.
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο.
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά.
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά.
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει.
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο,
τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά.
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική,
καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου.
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι,
επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς?
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.

Μια γλυκιά καλημέρα στην πιο γλυκιά θλιμμένη πριγκίπισσα, ένα απαλό φιλί στα χείλη κι ένα τρυφερό άγγιγμα. Μίλα μου και μη φοβάσαι να μ'αγαπήσεις. Επειδή σ'αγαπώ και σ'αγαπώ κι αυτό δεν είναι περαστικό, είναι για πάντα.

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part IV)


IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς?
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς?
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς,
μαχαίρι!
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς?
Είμ' εγώ, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, μ'ακούς?
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς?
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς,
σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς?

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες,
θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι.
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς?
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς,
των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει.

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς,
τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς?
Όπου κάποτε οι φιγούρες
των Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς?
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς?
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς?

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς,
της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς?
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς?
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς,
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς?
Μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς?
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει –ακούς?;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς?
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς?
Η καρδιά σου πάλλεται στο ρυθμό της δικής μου. Και στον κάθε της παλμό ξέρω τι νιώθεις. Ξέρω βαθιά μέσα μου ότι σύντομα θα είμαστε μαζί. Όσο εσύ με διώχνεις, τόσο εγώ θα τρυπώνω πιο βαθιά στην καρδιά σου. Κι όταν καταλάβεις πόσο ερωτευμένη είσαι κι εσύ, θα ζήσουμε το απόλυτο. Σ'αγαπώ.
Μ'ακούς;

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part V)



V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου.
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο,
αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά.
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού.
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου βυθού,
μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό,
τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο,
μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς ψηλά στο δώμα
ή πίσω στις πλάκες της αυλής
με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη.
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή.
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει,
τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο,
για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια.

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο.
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

Για τα μάτια σου μόνο, θλιμμένη μου ομορφιά, που έχεις τη θλίψη του αγριμιού, την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου. Μια γλυκιά καληνύχτα στα πιο υπέροχα, καθάρια μάτια της ζωής μου. Μου λείπεις.

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Το Μονόγραμμα (part VI)




VI

Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη.
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα.
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας.
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί.
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!


Σε σκέφτομαι συνέχεια, ψυχή μου. Και πιο πολύ όταν τα άστρα γέρνουν και ακουμπούν στο μαξιλάρι μου. Τις νύχτες που ενώνομαι με το σύμπαν αναζητώντας σε.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Το Mονόγραμμα (part VII)




VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ,
να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.


Για σένα, καρδιά μου. Ένα για κάθε μέρα της εβδομάδας. Μου έχεις λείψει αφόρητα.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Σε μια μελομάτα νεράιδα


Die Liebste Stimme
(Η γλυκύτερη φωνή)


Sterne mit den goldnen Füßchen
(Άστρα με πόδια χρυσά)
Wandeln droben bang und sacht,
(Ανεβαίνουν ψηλά, εκρήγνυνται και σιωπούν)
Daß sie nicht die Erde wecken,
(Να μην ξυπνήσουν τη γη)
Die da schläft im Schoß der Nacht.
(Που κοιμάται στης νύχτας την αγκαλιά)

Horchend stehn die grünen Wälder,
(Τα πράσινα δάση στέκουν να ακούσουν)
Jedes Blatt ein grünes Ohr,
(Κάθε φύλλο, ένα πράσινο αυτί)
Und der Berg, wie träumend streckt er
(Και το βουνό, σαν να ονειρεύεται, απλώνει)
Seinen Schattenarm hervor.
(τη λειψή σκιά του)

Doch was rief dort? In mein Herze
(Μα τι έλεγα; Στην καρδιά μου)
Dringt der Töne Widerhall,
(τρυπώνει η ηχώ των ήχων)
War es der Geliebten Stimme -
(Ήταν της αγαπημένης μου η φωνή)
Oder nur die Nachtigall?
(ή απλώς ένα αηδόνι;)

(von Heinrich Heine)


Το ποίημα αυτό ξεκίνησε αμετάφραστο για να κάνει την νεράιδα μου να μου δώσει σημασία και να ασχοληθεί με αυτά που γράφω. Και γράφτηκε την πρώτη μέρα που με πήρε τηλέφωνο, αφού είχαμε μείνει μήνες ο ένας μακριά από τον άλλον. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα το όνομά της στην οθόνη. Κι όταν μου είπε δειλά "καλησπέρα, Αλέξη, μήπως ενοχλώ;" με την ωραία, σοβαρή και γλυκιά φωνή της, ένιωθα να πετάω. Τελικά εκτιμάμε αυτό που είχαμε μόνο όταν το χάσουμε. Και νιώθω ευλογημένος που ξαναγύρισε. Σ'αγαπώ, ξωτικό μου με τα όμορφα χείλη που μόνο αυτά μπορούν να προφέρουν τόσο γλυκά το όνομά μου.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Σε ευχαριστώ για τον έναν χρόνο ονείρων...



Αγάπη μου, σε γύρευα σ'αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα σε γύρευα τυφλός
Μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή κι η δροσερή σου χάρη
Αγάπη μου, σε γύρευα γιατί ήσουν ουρανός

Κι αν Θεός που σ'έπλασε με μιαν ευχή μεγάλη
νά'χεις αστέρι στα μαλλιά και μια χρυσή καρδιά
Στ'αλώνια ευθύς υψώθηκε το χρυσαφένιο στάρι
Αγάπη μου, σ'αγάπησα γιατί ήσουν ουρανός

Αγάπη μου, πώς σ'έχασα, πως η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ'αρπαξανε μες στην πολλή βροχή
Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς, το κύμα να σε πάρει
Αγάπη μου, που σ'έχασα γιατί ήσουν ουρανός.


Για Εκείνη. Το πιο γλυκό, ευαίσθητο, ευάλωτο, αγαπησιάρικο, τρυφερό και αληθινό πλάσμα που έχω γνωρίσει. Για την νεράιδα με την κρυστάλλινη καρδιά, που με έκανε να ερωτευτώ και να ονειρευτώ. Για κείνη που θα αγαπώ πάντα, όσο μακριά της κι αν με κρατά, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Για τα πιο όμορφα και γλυκά μάτια του κόσμου. Για σένα που ξέρω ότι πονάς για κάποιον άλλον, αλλά δε μπορώ να σταματήσω να σ'αγαπώ. Για σένα που προσεύχομαι να γυρίσεις πίσω. Για σένα, ρομαντική μου ηρωίδα του Τσέχωφ, που η ψυχή σου κυριαρχεί στο σώμα σου. Σε ευχαριστώ για τους μήνες ευτυχίας που μου χάρισες.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Ίσως μια μέρα νιώσει το λάθος και'ρθει...


Μην της το πεις
Μουσική & στίχοι: Κώστας Τουρνάς

Όταν την δεις με τον άλλο ξανά
κι αν μιλήσεις
πες της πως μ' είδες πως είμαι καλά
και να ζήσεις

Μην της το πεις
πως την έχασα μα την αγαπώ
μην της το πεις
πως δεν ξέχασα και για κείνη ζω

Μην της μιλήσεις,
να με λυπάται δεν θέλω
Ίσως μια μέρα νιώσει το λάθος 
και 'ρθει

Όταν την δεις πες της ότι μπορείς
να με σώσεις
Μην τής μιλήσεις για μένα, μην πεις
μην προδώσεις

Μην της το πεις
πως την έχασα μα την αγαπώ
μην της το πεις
πως δεν ξέχασα και για κείνη ζω

Μην της μιλήσεις,
να με λυπάται δεν θέλω
Ίσως μια μέρα νιώσει το λάθος 
και 'ρθει...

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Nähe des Geliebten (Für meine geliebte Frau)



Ich denke dein,
(Σε σκέφτομαι)
wenn mir der Sonne schimmer
(όταν βλέπω τη λάμψη του ήλιου)
Vom Meere strahlt;
(να στραφταλίζει από τη θάλασσα)
Ich denke dein,
(Σε σκέφτομαι)
wenn sich des Mondes Flimmer
(όταν το φεγγαρόφως)
In Quellen malt.
(καθρεφτίζεται στις πηγές)

Ich sehe dich,
(Σε βλέπω)
wenn auf dem fernen Wege
(όταν στους μακρινούς δρόμους)
Der Staub sich hebt,
(σηκώνεται σκόνη)
In tiefer Nacht,
(Στη βαθιά νύχτα)
wenn auf dem schmalen Stege
(όταν πάνω στο στενό γεφύρι)
Der Wandrer bebt.
(τρέμει ο ταξιδιώτης.)

Ich höre dich,
(Σε ακούω)
wenn dort mit dumpfem Rauschen
(όταν με έναν υπόκωφο βρυχηθμό)
Die Welle steigt.
(φουσκώνει το κύμα.)
Im stillen Haine geh' ich oft zu lauschen,
(Στο ήσυχο άλσος πάω συχνά για να ακούσω)
Wenn alles schweigt.
(όταν όλα είναι σιωπηλά)

Ich bin bei dir,
(Είμαι μαζί σου)
du seist auch noch so ferne,
(όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι)
Du bist mir nah!
(Είσαι δίπλα μου!)
Die Sonne sinkt,
(Ο ήλιος βασιλεύει)
bald leuchten mir die Sterne.
(και σύντομα θα ανάψουν τα άστρα από πάνω μου)
O wärst du da!
(Ας ήσουν εδώ!)

(J.W. von Goethe)

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Ο καθρέφτης



Η όψη σου στον καθρέφτη
Είναι το πιό όμορφό μου ποίημα
Αλλά βιάσου, θα χαθεί
Είναι το τελευταίο μου σ'αγαπώ.