Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Σε μια μελομάτα νεράιδα


Die Liebste Stimme
(Η γλυκύτερη φωνή)


Sterne mit den goldnen Füßchen
(Άστρα με πόδια χρυσά)
Wandeln droben bang und sacht,
(Ανεβαίνουν ψηλά, εκρήγνυνται και σιωπούν)
Daß sie nicht die Erde wecken,
(Να μην ξυπνήσουν τη γη)
Die da schläft im Schoß der Nacht.
(Που κοιμάται στης νύχτας την αγκαλιά)

Horchend stehn die grünen Wälder,
(Τα πράσινα δάση στέκουν να ακούσουν)
Jedes Blatt ein grünes Ohr,
(Κάθε φύλλο, ένα πράσινο αυτί)
Und der Berg, wie träumend streckt er
(Και το βουνό, σαν να ονειρεύεται, απλώνει)
Seinen Schattenarm hervor.
(τη λειψή σκιά του)

Doch was rief dort? In mein Herze
(Μα τι έλεγα; Στην καρδιά μου)
Dringt der Töne Widerhall,
(τρυπώνει η ηχώ των ήχων)
War es der Geliebten Stimme -
(Ήταν της αγαπημένης μου η φωνή)
Oder nur die Nachtigall?
(ή απλώς ένα αηδόνι;)

(von Heinrich Heine)


Το ποίημα αυτό ξεκίνησε αμετάφραστο για να κάνει την νεράιδα μου να μου δώσει σημασία και να ασχοληθεί με αυτά που γράφω. Και γράφτηκε την πρώτη μέρα που με πήρε τηλέφωνο, αφού είχαμε μείνει μήνες ο ένας μακριά από τον άλλον. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα το όνομά της στην οθόνη. Κι όταν μου είπε δειλά "καλησπέρα, Αλέξη, μήπως ενοχλώ;" με την ωραία, σοβαρή και γλυκιά φωνή της, ένιωθα να πετάω. Τελικά εκτιμάμε αυτό που είχαμε μόνο όταν το χάσουμε. Και νιώθω ευλογημένος που ξαναγύρισε. Σ'αγαπώ, ξωτικό μου με τα όμορφα χείλη που μόνο αυτά μπορούν να προφέρουν τόσο γλυκά το όνομά μου.